- φωτομέτρηση
- η(φυσ.), η μέτρηση της έντασης ή της ποσότητας του φωτός, η φωτομετρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτομέτρηση — η, Ν φυσ. η φωτομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + μέτρηση (πρβλ. φωτομετρία). Η λ., στον λόγιο τ. φωτομέτρησις, μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό Αθήναιον] … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — η (φυσ.) 1. φωτομέτρηση (βλ. λ.). 2. κεφάλαιο της φυσικής που ασχολείται με τη μέτρηση της έντασης του φωτός ή της ισχύος φωτεινής πηγής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτόμετρο — το (φυσ.), ειδικό όργανο για φωτομέτρηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)